- νίπτης
- νίπτης, ὁ (Α) [νίπτω]αυτός που νίβει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυσονίπτης — κυσονίπτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + νίπτης (< νίπτω), πρβλ. κατα νίπτης] … Dictionary of Greek
νιπτικός — νιπτικός, ή, όν (Α) [νίπτης] αυτός που χρησιμεύει για νίψιμο … Dictionary of Greek